άσκαστος

άσκαστος
η , ο
1) нераспустившийся (о почке, бутоне и т. п.); 2) не взорвавшийся (о бомбе, снаряде и т. п.); 3) неогорчённый; 4) не удравший, не сбежавший (об ученике, заключённом и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "άσκαστος" в других словарях:

  • άσκαστος — η, ο (Α ἄσκαστος, ον και ἄσχαστος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει σκάσει, δεν έχει ανοίξει («άσκαστο μπουμπούκι», «άσκαστο κάστανο») 2. εκείνος που δεν έχει εκραγεί («άσκαστη μπόμπα») 3. εκείνος που δεν τον σκάνε, δεν τον στενοχωρούν οι άλλοι… …   Dictionary of Greek

  • άσκαστος — η, ο 1. αυτός που δεν άνοιξε: Τα μπουμπούκια ήταν ακόμη άσκαστα. 2. αυτός που δεν έσκασε: Η οβίδα έπεσε, αλλά έμεινε άσκαστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»